- Αμοργιανός
- οο κάτοικος της Αμοργού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμοργιανός — ή, ό 1. ο αμοργιναίικος* 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο Αμοργιανός, η Αμοργιανή ο κάτοικος τής Αμοργού ή αυτός που κατάγεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αμοργός. ΠΑΡ. νεοελλ. αμοργιαναίικος] … Dictionary of Greek
αμοργιαναίικος — και αμοργιναίικος, η, ο αυτός που ανήκει στην Αμοργό ή προέρχεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμοργιανός < Αμοργός. Ο τ. αμοργιναίικος < αμοργινός] … Dictionary of Greek